- κηροτακίς
- κηροτακίς, -ίδος, ἡ (Α)1. ξύλινο πινάκιο σαν παλέτα, μέσα στο οποίο οι ζωγράφοι τοποθετούσαν μαλακό κερί για να τό χρησιμοποιήσουν στη ζωγραφική πάνω σε ξύλο2. πινάκιο στο οποίο οι αλχημιστές τοποθετούσαν το μαλακό κερί που χρησιμοποιούσαν σε αναμίξεις διαφόρων υλικών και σε ποικίλες κατασκευές.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -τακίς (< θ. τακτού τήκομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' έ-τάκ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.